I feel that the unique visionary writing of David Thoreau will finely open this one-year art blog. The text that follows is the ending three paragraphs from his masterpiece Walden.
«There is an incessant influx of novelty into the world, and yet we tolerate incredible dullness. I need only suggest what kind of sermons are still listened to in the most enlightened countries. There are such words as joy and sorrow, but they are only the burden of a psalm, sung with a nasal twang, while we believe in the ordinary and mean. We think that we can change our clothes only.
...
The life within us is like the water in the river. It may rise this year higher than man has ever known it, and flood the parched uplands; even this may be the eventful year, which will drown out all our muskrats.
It was not always dry land where we dwell. I see far inland the banks which the stream anciently washed, before science began to record its freshets. Everyone has heard the story which has gone the rounds of New England of a strong and beautiful bug which came out of the dry leaf of an old table of apple-tree wood -
which had stood in a farmer's kitchen for sixty years, first in Connecticut and afterwards in Massachusetts - from an egg deposited in the living tree many years earlier still, as appeared by counting the annual layers beyond it; which was heard gnawing out for several weeks, hatched perchance by the heat of an urn(*). Who does not feel his faith in a resurrection and immortality strengthened by hearing of this? Who knows what beautiful and winged life, whose egg has been buried for ages under many concentric layers of woodenness in the dead dry life of society, deposited at first in the alburnum(**) of the green and living tree, which has been gradually converted into the semblance of its well-seasoned tomb - heard perchance gnawing out now for years by the astonished family of man, as they sat round the festive board - may unexpectedly come forth from amidst society's most trivial and handselled furniture to enjoy its perfect summer life at last!
I do not say that John and Jonathan(***) will realize all this; but such is the character of the morrow (morning) which mere lapse of time can never make to dawn. The light which puts out our eyes is darkness to us. Only that day dawns to which we are awake. There is more day to dawn. The sun is but a morning star.»
Henry David Thoreau, Walden, Collector's Library, 2004, London
* a closed metal vessel having a spigot and used for warming or serving tea or coffee
** a former name for sapwood
*** speaking of the British Empire and the United States respectively
Henry Thoreau was born in Concord, Massachusetts, in 1817, and attended Concord Academy and Harvard. After a short time spent as a teacher, he worked as a surveyor and a handyman, sometimes employed by Ralph Waldo Emerson. Between 1845 and 1847 Thoreau lived in a house he had made himself on Emerson's property near to Walden Pond. During this period he completed A Week on the Concord and Merrimack Rivers and wrote the first draft of Walden, the book that is generally judged to be his masterpiece.
_________________________________________________________________
Η μόνη μέρα που ξημερώνει
Πιστεύω πως η μεταφορική/οραματική γραφή του David Thoreau θα εκφράσει πλούσια το πνεύμα αυτού του νέου blog, εγκαινιάζοντάς το. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί τις τρεις τελευταίες παραγράφους του αριστουργηματικού του έργου, Walden, γραμμένου μεταξύ 1845 και 1847.
«Υπάρχει στον κόσμο μια διηνεκής εισροή νέων πραγμάτων, κι όμως εμείς εξακολουθούμε να ανεχόμαστε την πιο απίστευτη πλήξη και την ρουτίνα. Δε χρειάζεται παρά να σας θυμίσω το είδος των κηρυγμάτων τα οποία κάθεται κι ακούει ο κόσμος στις πιο πεφωτισμένες χώρες. Περιέχουν λέξεις όπως «αγαλλίαση» και «θλίψη», που όμως δεν είναι παρά οι προσταγές των ψαλμών, τους οποίους τραγουδάμε με τις απωθητικές, ένρινες φωνές μας, ενώ μέσα μας εξακολουθούμε να πιστεύουμε στο κοινότυπο και το ποταπό. Νομίζουμε πως φτάνει μονάχα να αλλάζουμε τα ρούχα μας. ...
...
Η ζωή μέσα μας μοιάζει με το νερό του ποταμού. Μπορεί φέτος να φουσκώσει περισσότερο από κάθε άλλη φορά και να πλημμυρίσει τα ξεραμένα από τον ήλιο υψίπεδα· μπορεί αυτή να είναι η περιπετειώδης χρονιά, η χρονιά εκείνη που θα πνίξει όλους τους νεροπόντικες. Εδώ που κατοικούμε δεν ήταν πάντα στεριά. Πέρα μακριά, στην ενδοχώρα, διακρίνω τις ξέρες που έγλειφε παλιά το ρέμα, πριν αρχίσει η επιστήμη να καταγράφει τις πλημμύρες του. Ποιός δεν έχει ακούσει εκείνη την ιστορία που έκανε κάποτε τον γύρο όλης της Νέας Αγγλίας, για ένα δυνατό και όμορφο σκαθάρι που βγήκε από το ξερό ξύλο ενός παλιού τραπεζιού από μηλιά, το οποίο στεκόταν στην κουζίνα ενός αγρότη για εξήντα ολόκληρα χρόνια, πρώτα στο Κονέκτικατ κι έπειτα στη Μασαχουσέτη; Το σκαθάρι λοιπόν εκείνο βγήκε από ένα αυγό που είχε εναποθέσει ο γονιός του ακόμα πιο πολλά χρόνια πριν, όταν το ξύλο ήταν ακόμα ζωντανό δέντρο, όπως φάνηκε από το μέτρημα των κύκλων που σχημάτιζε ο κορμός του δέντρου. Αρκετές εβδομάδες πριν κάνει την εμφάνισή του άκουγαν τον θόρυβο που έκανε καθώς ροκάνιζε το ξύλο για να βγεί, και το αυγό όπως φαίνεται είχε εκκολαφθεί από την ζέστη που έβγαζε ένα σαμοβάρι που είχαν ακουμπήσει στο τραπέζι. Ποιός δεν αισθάνεται την πίστη του στη ανάσταση και στην αθανασία να δυναμώνει ακούγοντας μια τέτοια ιστορία; Ποιός ξέρει τι είδους πανέμορφο, φτερωτό πλάσμα - που το αυγό του βρισκόταν θαμμένο για πολλούς αιώνες κάτω από τα αναρίθμητα, ομόκεντρα στρώματα της ξύλινης, στεγνής ζωής της κοινωνίας, τοποθετημένο πριν πολλά χρόνια ανάμεσα στο φλοιό και στον πυρήνα του νεαρού, πράσινου δέντρου, ενός δέντρου το οποίο σταδιακά μετατράπηκε σε εικόνα και ομοίωση του ίδιου του του τάφου, ένα πλάσμα που τον θόρυβο που κάνουν τα σαγόνια του καθώς ροκανίζουν το ξύλο τον ακούει εδώ και χρόνια η έκπληκτη ανθρώπινη οικογένεια, καθισμένη στο γιορτινό της τραπέζι - μπορεί να ξεπηδήσει σε ανύποπτο χρόνο από το πιο παρακατιανό έπιπλο, από το πιο άχρηστο απολειφάδι της ανθρώπινης κοινωνίας, για να απολαύσει επιτέλους το καλοκαίρι της ζωής του.
Δεν ισχυρίζομαι ότι ο Τζον και Τζόναθαν* θα τα συνειδητοποιήσουν όλα αυτά· είναι τέτοιος ο χαρακτήρας της κάθε αυριανής ημέρας, ώστε το πέρασμα του χρόνου από μόνο του δεν αρκεί για να ξημερώσει. Το φως που μας τυφλώνει είναι για μας όμοιο με σκοτάδι. Η μόνη μέρα που ξημερώνει είναι εκείνη που μας βρίσκει ήδη αφυπνισμένους. Η αυγή έχει και συνέχεια. Ο ήλιος δεν είναι παρά ένα άστρο του πρωινού.»
* Θεατρικοί χαρακτήρες της εποχής, προσωποποιήσεις της Αγγλίας και της Αμερικής, αντίστοιχα. (Σ.τ.Μ.)
Henry David Thoreau, Walden, μτφρ. Βασίλης Αθανασιάδης, εκδ. Κέδρος, 2007
No comments:
Post a Comment